- κουνέλα
- η [κούνελος]1. θηλυκό κουνέλι2. μτφ. γυναίκα που έχει γεννήσει πολλά παιδιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κούνελος — ο θηλ. κουνέλα κουνέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)